Οστεοπόρωση και Οστεοπενία: Διάγνωση & Θεραπεία | Χρυσάνθη Παπαναστασοπούλου
- Χρυσάνθη Παπαναστασοπούλου
- 19 Ιαν
- διαβάστηκε 5 λεπτά

Η οστεοπόρωση και η οστεοπενία αποτελούν παθολογικές καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από μείωση της οστικής πυκνότητας και αλλοίωση της αρχιτεκτονικής των οστών, αυξάνοντας τον κίνδυνο καταγμάτων. Ειδικότερα, οστεοπόρωση είναι η χρόνια πάθηση, που χαρακτηρίζεται από προοδευτική μείωση της οστικής μάζας και μικροαρχιτεκτονική αλλοίωση, οδηγώντας σε αυξημένη ευθραυστότητα των οστών. Η οστεοπενία είναι το προκαταρκτικό στάδιο της οστεοπόρωσης, όπου η οστική πυκνότητα είναι χαμηλότερη από το φυσιολογικό αλλά όχι σε επίπεδο που αυξάνει τον κίνδυνο καταγμάτων όπως η οστεοπόρωση. Οι ορισμοί αυτοί βασίζονται στη μέτρηση της οστικής πυκνότητας (BMD) μέσω της διπλής ενέργειας απορροφησιομετρίας ακτίνων Χ (DEXA) με την οστεοπενία να έχει T-score μεταξύ -1,0 και -2,5 και την οστεοπόρωση T-score ≤ -2,5.
Η μελέτη της οστεοπόρωσης και οστεοπενίας είναι χρήσιμη λόγω των επιπτώσεων στην υγεία. Αυτές είναι τα κατάγματα, που συχνά εντοπίζονται στο ισχίο, τη σπονδυλική στήλη και τον καρπό, η μειωμένη κινητικότητα, που οδηγεί σε απώλεια αυτονομίας και επιδείνωση της ποιότητας ζωής, η αυξημένη θνητότητα, αφού τα κατάγματα ισχίου έχουν υψηλά ποσοστά θνητότητας, ειδικά σε ηλικιωμένους και το οικονομικό κόστος, λόγω της σημαντικής επιβάρυνσης στο σύστημα υγείας μέσω της διαχείρισης καταγμάτων και των σχετικών επιπλοκών.

Διάγνωση
Το DEXA είναι η μέθοδος αναφοράς για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης και της οστεοπενίας. Η μέτρηση γίνεται κυρίως στη σπονδυλική στήλη και το ισχίο.
Εργαστηριακή Αξιολόγηση
Οι βιοδείκτες παρέχουν πληροφορίες για τη δυναμική του οστικού μεταβολισμού, βοηθώντας στη διάγνωση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας.
Α. Δείκτες Οστικής Απορρόφησης
• CTX (C-telopeptide του κολλαγόνου τύπου Ι): Καθορίζει τη δραστηριότητα των οστεοκλαστών και χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της θεραπείας.
• NTX N-telopeptide του κολλαγόνου τύπου Ι): Εναλλακτικός δείκτης απορρόφησης, χρήσιμος για έλεγχο της αποτελεσματικότητας.
• TRACP-5b: Ειδικός δείκτης δραστηριότητας οστεοκλαστών.
Β. Δείκτες Οστικής Δημιουργίας
• P1NP (Προ-προπεπτίδιο του τύπου Ι προκολλαγόνου): Ο πιο ευαίσθητος δείκτης δημιουργίας, κατάλληλος για την παρακολούθηση αναβολικών θεραπειών.
• Οστεοκαλσίνη: Αντανακλά την οστική δημιουργία, αν και λιγότερο ευαίσθητη.
• B-ALP (Αλκαλική φωσφατάση οστικής προέλευσης): Ενδεικτική της συνολικής δραστηριότητας των οστεοβλαστών.
Γ. Βοηθητικοί Δείκτες
• Βιταμίνη D (25(OH)D): Κρίσιμη για τη σωστή απορρόφηση ασβεστίου.
• Παραθορμόνη (PTH): Αυξημένα επίπεδα μπορεί να υποδηλώνουν δευτεροπαθή αίτια οστεοπόρωσης.
• Ουρικό ασβέστιο: Βοηθά στην ανίχνευση διαταραχών οστικού μεταβολισμού.
Η διάγνωση περιλαμβάνει και τον αποκλεισμό δευτεροπαθών αιτίων, όπως ενδοκρινολογικές ή μεταβολικές διαταραχές, όπως υπερθυρεοειδισμός , υπερπαραθυρεοειδισμός, σύνδρομο Cushing, διαβήτης τύπου 1 και 2, υπογοναδισμός, ακρομεγαλία, δυσανεξία στη γλουτένη (κοιλιοκάκη), φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (π.χ., νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα), χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, νεφρική οστεοδυστροφία, πολλαπλούν μυέλωμα, αιμοσφαιρινοπάθειες (π.χ., μεσογειακή αναιμία), ρευματοειδής αρθρίτιδα, φάρμακα, χρόνιος υποσιτισμός, χρόνιος αλκοολισμός, κατάθλιψη.

Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης/ οστεοπενίας περιλαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή (διφωσφονικά, denosumab, SERMs (π.χ., Raloxifene) και αναβολικές θεραπείες (π.χ., Τεριπαρατίδη)), τη διατροφική υποστήριξη (επαρκής πρόσληψη ασβεστίου και και βιταμίνης D) και τη σωματική δραστηριότητα (ασκήσεις με βάρη και ισορροπίας)
Η παρακολούθηση της θεραπείας της οστεοπόρωσης είναι κρίσιμη για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αγωγής και την πρόληψη καταγμάτων. Περιλαμβάνει τα εξής βήματα:
1. Αξιολόγηση κλινικών παραγόντων κινδύνου
Επανεκτίμηση παραγόντων κινδύνου για οστεοπόρωση και κατάγματα (ηλικία, ιστορικό καταγμάτων, φάρμακα, συνοδά νοσήματα).
Παρακολούθηση νέων συμπτωμάτων ή καταγμάτων, ακόμη και μετά από ήπιο τραυματισμό.
2. Μέτρηση οστικής πυκνότητας (BMD)
DXA (Dual-energy X-ray Absorptiometry): Συνιστάται κάθε 1-2 χρόνια, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τη θεραπεία και τον κίνδυνο κατάγματος. Αξιολογούνται κυρίως η οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, το ισχίο και ο καρπός. Στόχος είναι η σταθεροποίηση ή αύξηση της οστικής πυκνότητας. Σημαντική είναι η τυποποιημένη μέτρηση για συγκρίσιμα αποτελέσματα.
3. Βιοχημικοί δείκτες οστικού μεταβολισμού
Χρήσιμοι για την πρώιμη εκτίμηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία:
Δείκτες οστικής απορρόφησης:
C-Telopeptide (CTX) στο αίμα.
N-Telopeptide (NTX) στα ούρα
Δείκτες οστικού σχηματισμού:
Οστεοκαλσίνη.
Αλκαλική φωσφατάση οστικής προέλευσης (bALP).
Προπεπτίδιο προκολλαγόνου τύπου Ι (P1NP).
Οι αλλαγές στους δείκτες εμφανίζονται μέσα σε λίγους μήνες, ενώ οι αλλαγές στην BMD χρειάζονται περισσότερο χρόνο.
4. Αξιολόγηση συμμόρφωσης και ανεκτικότητας στη θεραπεία
Έλεγχος αν ο ασθενής λαμβάνει τα φάρμακα σωστά (π.χ. διφωσφονικά με άδειο στομάχι, παραμονή σε όρθια θέση).
Εντοπισμός παρενεργειών που μπορεί να οδηγήσουν σε διακοπή της θεραπείας (π.χ. γαστρεντερικές διαταραχές, μυοσκελετικός πόνος).
5. Αξιολόγηση άλλων παραμέτρων
Βιταμίνη D: Στόχος τα επίπεδα >30 ng/mL.
Ασβέστιο: Διατροφική πρόσληψη ή συμπληρώματα.
Συνοδά νοσήματα και φάρμακα: Παρακολούθηση πιθανών επιδράσεων.
Η παρακολούθηση πρέπει να είναι εξατομικευμένη, ανάλογα με τις ανάγκες και τον κίνδυνο του κάθε ασθενούς.
Άτομα με αυξημένο κίνδυνο
Σημαντικός είναι ο εντοπισμός των ατόμων με υψηλό κίνδυνο . Οι αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης οστεοπόρωσης σχετίζονται με συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου, που μπορούν να είναι μη τροποποιήσιμοι (γενετικοί, ηλικιακοί) ή τροποποιήσιμοι (σχετιζόμενοι με τρόπο ζωής και περιβαλλοντικούς παράγοντες).
Εάν λάβουμε υπόψη μας μη τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, αυξημένες πιθανότητες έχουν άτομα μετά τα 50 έτη, οι γυναίκες (ιδιαίτερα μετά την εμμηνόπαυση) και ειδικά εκείνες με πρώιμη εμμηνόπαυση , όσοι έχουν ιστορικό οστεοπόρωσης ή καταγμάτων σε μέλη της οικογένειας, ορισμένες εθνικότητες, όπως οι Καυκάσιοι και οι Ασιάτες και άτομα με μικρόσωμο σκελετό ή χαμηλό σωματικό βάρος.
Εάν λάβουμε υπόψη μας τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, αυξημένες πιθανότητες έχουν άτομα με χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, έλλειψη άσκησης και δραστηριοτήτων, όσοι καπνίζουν, καταναλώνουν υπερβολική ποσότητα αλκοόλ, καφεΐνης , αλατιού, όσοι κάνουν χρόνια χρήση κορτικοστεροειδών, αντιεπιληπτικών, ή αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, γυναίκες με χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων και άνδρες τεστοστερόνης, άτομα με ανορεξία ή βουλιμία .
Παθήσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο είναι ο υπερθυρεοειδισμός, ο υπογοναδισμός, το σύνδρομο Cushing, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η κοιλιοκάκη ή η νόσος του Croh και η νεφρική ανεπάρκεια
Η κατανόηση των παραπάνω παραγόντων κινδύνου είναι κρίσιμη για την έγκαιρη παρέμβαση και πρόληψη. Άτομα υψηλού κινδύνου πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο (π.χ. μέτρηση οστικής πυκνότητας και βιοδεικτών) και να υιοθετούν στρατηγικές πρόληψης για τη διατήρηση της οστικής υγείας.

Πρόληψη
Καθοριστικός είναι ο ρόλος της πρόληψης της οστεοπόρωσης. Σε αυτό συνεισφέρουν οι βιοδείκτες, που εντοπίζουν τις πρώιμες αλλαγές στον οστικό μεταβολισμό. Η ενσωμάτωση τους στη διαγνωστική και προληπτική πρακτική επιτρέπει την εξατομίκευση της φροντίδας. Αυτοί είναι οι CTX και P1NP (επιτρέπουν την ανίχνευση υποκλινικών αλλαγών στον οστικό κύκλο, εντοπίζοντας άτομα με αυξημένο κίνδυνο οστικής απώλειας και η βιταμίνη D (τα επίπεδα πρέπει να διατηρούνται εντός φυσιολογικών ορίων για την αποφυγή ανεπάρκειας). Στις στρατηγικές πρόληψης περιλαμβάνεται η υγιεινή διατροφή (επαρκής πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D), η άσκηση, η αποφυγή καπνίσματος και υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, καφεΐνης και αλατιού και η μέτρηση της οστικής πυκνότητας σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου (γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και άνδρες >70 ετών ή νεότερους με παράγοντες κινδύνου) και ο εργαστηριακός έλεγχος (μέτρηση βιταμίνης D, ασβεστίου στον ορό και εντοπισμός παραγόντως κινδύνου για δευτεροπαθή οστεοπόρωση).
Παρακάτω, παρατίθενται οδηγίες πρόληψης ,που μπορεί κάποιος να εφαρμόζει στην καθημερινότητά του.
Το ασβέστιο και η βιταμίνη D είναι απαραίτητα.
Α. Ασβέστιο
Βασικό συστατικό για τη διατήρηση της υγείας των οστών.
Συνιστώμενη πρόσληψη: Ενήλικες: 1.000–1.200 mg/ημέρα. Εγκυμοσύνη, θηλασμός ή μετά την εμμηνόπαυση: 1.200–1.500 mg/ημέρα.
Πηγές ασβεστίου:
Γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι, τυρί).
Πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι, μπρόκολο).
Εμπλουτισμένα τρόφιμα (χυμοί, δημητριακά).
Β. Βιταμίνη D
Βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου.
Συνιστώμενη πρόσληψη: 800–1.000 IU/ημέρα.
Πηγές βιταμίνης D:
Έκθεση στον ήλιο (10-15 λεπτά καθημερινά).
Τροφές (λιπαρά ψάρια, αυγά, εμπλουτισμένα προϊόντα).
Συμπληρώματα βιταμίνης D, εάν υπάρχει ανεπάρκεια.
Σε έλλειψη απαιτείται λήψη σκευασμάτων.
Γ. Λοιπά θρεπτικά συστατικά
Πρωτεΐνη: Απαραίτητη για τη δομή των οστών (π.χ., ψάρια, κοτόπουλο, όσπρια).
Μαγνήσιο και ψευδάργυρος: Ενισχύουν τη λειτουργία των οστεοβλαστών.
Κάλιο: Βοηθά στη διατήρηση της ισορροπίας του ασβεστίου (φρούτα, λαχανικά).
Σπουδαίο ρόλο έχει και η σωματική δραστηριότητα
Η άσκηση ενισχύει την οστική πυκνότητα και μειώνει τον κίνδυνο πτώσεων.
Ασκήσεις με βάρη: Περπάτημα, τρέξιμο, χορός.
Ασκήσεις ενδυνάμωσης: Αντιστάσεις, βάρη.
Ασκήσεις ισορροπίας: Γιόγκα, πιλάτες, Tai Chi.
Συχνότητα: Τουλάχιστον 30 λεπτά την ημέρα, 5 φορές την εβδομάδα.